- φαρισαϊσμός
- ο, Ν1. η ιδιότητα τού φαρισαίου2. ενέργεια ή συμπεριφορά που αρμόζει σε φαρισαίο3. μτφ. υποκρισία, δολιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρισαίος + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαρισαϊσμός — ο συμπεριφορά που ταιριάζει σε φαρισαίο, ψευτοευλάβεια, υποκρισία, δολιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταρτουφισμός — ο η διαγωγή του Ταρτούφου (βλ. λ.), η υποκρισία, ο φαρισαϊσμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)